- περαστικός
- passant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
περαστικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που περνά χωρίς να μείνει σ έναν τόπο, διαβατικός. 2. προσωρινός, εφήμερος, στιγμιαίος: Περαστικές είν οι χαρές στον κόσμο (Πορφύρας). 3. ουδ., περαστικά για αρρώστια, παροδικά, εκείνα που περνούν χωρίς ανεπανόρθωτες ζημιές: Ας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περαστικός — ή, ό [περαστός] 1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός 2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα») 3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά (για… … Dictionary of Greek
βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… … Dictionary of Greek
γειώρας — και γειώρης, ο (Α) ο ξένος, ο περαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα] … Dictionary of Greek
διαβάτης — ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM διαβάτης, θηλ. διαβάτις) [διαβαίνω] μσν. νεοελλ. οδοιπόρος, περαστικός αρχ. αυτός που περνά απέναντι, στο άλλο μέρος … Dictionary of Greek
διαβατάρης — ο (θηλ. άρα και ισσα, η) [διαβάτης] διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός … Dictionary of Greek
διαβατάρικος — η, ο 1. περαστικός, προσωρινός, παροδικός, εφήμερος 2. αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σ έναν τόπο 3. αυτός που κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα συνήθως περνά από έναν τόπο («διαβατάρικα πουλιά») … Dictionary of Greek
διαβατικός — ή, ό (Α διαβατικός, ή, όν) ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός αρχ. 1. ο οξύς, ο διαπεραστικός 2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει 3. (στη Γραμματική) μεταβατικός … Dictionary of Greek
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
παροδίτης — ό, θηλ. παροδῑτις, Α αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. συνοδ ίτης)] … Dictionary of Greek
παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… … Dictionary of Greek